- υπερίδρωση
- ηυπερβολική έκκριση ιδρώτα εξαιτίας ανώμαλης λειτουργίας των ιδρωτοποιών αδένων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερίδρωση — η, Ν ιατρ. παθολογικά αυξημένη έκκριση ιδρώτα, γενικευμένη ή τοπική, που παρατηρείται κυρίως κατά την υποχώρηση εμπύρετων νοσημάτων, αλλ. υπεριδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperhidrosis < υπερ * + ίδρωση. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπεριδρωσία — η, Ν ιατρ. η υπερίδρωση … Dictionary of Greek